

Such Sweet Thunder
“I never heard
So musical a discord, such sweet thunder.”
William Shakespeare, A Midsummer-Night's Dream [1595-1596], IV, i, 123
“…alert and healthy natures remember that the sun rose clear.”
Henry David Thoreau, Walden
Πριν γεννηθώ υπάρχουν καλαμιές και ένα ρέμα κυλάει απέναντι από το σπίτι μας.
Μετά, ένα ωραίο τριγωνικό αλσάκι με λεύκες, πεύκα και παγκάκια,
και το ρέμα
γίνεται ένας κατηφορικός δρόμος όπου παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς μέχρι να βραδιάσει.
Στον κήπο μας έχει πάντοτε λιακάδα.
Σκαρφαλώνω στα δέντρα ή παίζω ανάμεσα στους μάραθους και τα λουλούδια.
Λίγο πιο πέρα στους εγκαταλελειμμένους στάβλους ζει ένας άνθρωπος που τον λέμε Θεό, επειδή έχει μακριά γκρίζα γενειάδα και ήρεμη φωνή. Φοράει χειμώνα καλοκαίρι ένα λευκό πουκάμισο που κρατάει με το χέρι κλειστό στο στήθος καθώς του λείπουν κουμπιά.
Έρχεται κάθε πρωί και πιάνει κουβέντα με τον παππού, που με το ψάθινο καπέλο του φροντίζει ήσυχα τα δέντρα και τα φυτά, και του προσφέρει κανένα φρούτο. Είναι η μόνη βοήθεια που καταδέχεται.
Σε γιορτές και βεγγέρες τις γλυκιές βραδιές ο κήπος γεμίζει φαναράκια και μοσχοβολούν οι λεμονιές, το αγιόκλημα, το γιασεμί, οι φρέζιες και τα μοσχομπίζελα.
Τα βροχερά μεσημέρια οι μεγάλοι πέφτουν για ύπνο, και έτσι, μέσα στο ημίφως της τραπεζαρίας που έχω όλη δική μου, μπορώ να παρατάξω με μύριους τρόπους τα παιχνίδια μου και να φτιάξω ολόκληρους κόσμους.
Το παράθυρο βλέπει στο κοτέτσι, τη μεγάλη ροδιά και τις γειτονικές αυλές. Ο ήχος της βροχής είναι κατευναστικός.
Όταν σταματά
αρχίζουν τα πουλιά και είναι τόσο χαρούμενη στιγμή, επειδή η γη έχει ποτιστεί και βγαίνει πάλι ο ήλιος.
Μια καλοκαιρινή νύχτα καθόμαστε όλα τα παιδιά στο χαμηλό τοιχαλάκι που περιτριγυρίζει τον κήπο, παρακολουθούμε την έκλειψη σελήνης και ατενίζουμε τα αστέρια μιλώντας για τα μυστήρια του σύμπαντος.
Είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε τόσο κοντά, επειδή δεν χρειάζεται να αποδείξουμε - όπως πάνω στο παιχνίδι - την ευελιξία, τη δύναμη και την εξυπνάδα μας. Νιώθουμε το ίδιο μικροί μέσα στην απεραντοσύνη και τη σιγαλιά της νύχτας.
Υπάρχει όμως και μια άλλη καλοκαιρινή νύχτα που δεν μπορώ να κοιμηθώ από την αφόρητη ζέστη και τα κουνούπια. Οι μεγάλοι κουβεντιάζουν στη μπροστινή βεράντα μέσα σ’ ένα σύννεφο katol, αλλά εγώ υποφέρω και στριφογυρνάω στο κρεβάτι.
Πολλά Σαββατόβραδα πάμε στο σπίτι της αγαπημένης μας θείας για να μπορούν να βγουν οι γονείς μας. Τα καλοκαίρια βλέπουμε κωμωδίες στην τηλεόραση τρώγοντας καρπούζι. Μετά κοιμόμαστε στρωματσάδα.
Κάποιες χειμωνιάτικες νύχτες όμως με μπουμπουνητά και αστραπές οι σκιές πάνω στη τζαμένια εξώπορτα είναι απειλητικές και κουκουλωνόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα.
Μια συννεφιασμένη μέρα ο παππούς πεθαίνει, ο κήπος ρημάζει σιγά σιγά και οι τοίχοι του σπιτιού έχουν διαβρωθεί από την υγρασία. Αποφασίζεται σύντομα να δοθεί αντιπαροχή.
Στη μοντέρνα πολυκατοικία που χτίζεται στη θέση του έχουμε το ρετιρέ, με τη μισή ταράτσα δική μας, απ’ όπου βλέπουμε τον ήλιο να ανατέλλει από το βουνό και να δύει στη θάλασσα.
Ακόμα φαίνεται αφού δεν έχουν χτιστεί ψηλές πολυκατοικίες.
Με τις καταρρακτώδεις βροχές ο δρόμος μπροστά γίνεται λασπερό ποτάμι και συχνά τα νερά μπαίνουν μέσα και πλημμυρίζει το υπόγειο που πρέπει να αδειάσουμε με κουβάδες. Τελικά εγκαθιστούμε αντλία για να βγάζει έξω τα νερά που μαζεύονται κάθε τόσο.
Μια μέρα, έφηβος πια, βγαίνω με το μαγιό στην ταράτσα και χορεύω μέσα στη βροχή. Κάποιοι γείτονες με βλέπουν και γελούν.
Η πρώτη καταιγίδα που θυμάμαι είναι σε πλοίο για νησί. Όλοι έχουν στριμωχτεί μέσα και τα τζάμια είναι θαμπά. Κουνάει πολύ και οι περισσότεροι νιώθουν ναυτία.
Η βροχή συνεχίζεται και μετά την άφιξή μας.
Στο νησί που παραθερίζουμε ένα βράδυ πιάνει φοβερή νεροποντή. Διασχίζουμε πλημμυρισμένους δρόμους και γινόμαστε μούσκεμα.
Μπαίνουμε μέσα σε ένα κρεοπωλείο για να προστατευτούμε και εκεί ακούω για πρώτη φορά τη φράση «Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται». Διαπιστώνω πολλές φορές πόσο αλήθεια είναι αυτό.
Στο στρατό έχω «γερμανικό νούμερο», δηλαδή σκοπιά 2:00-4:00, βρέχει και πάλι καρεκλοπόδαρα και βαδίζω μισοκοιμισμένος πίσω από το δεκανέα αλλαγής για να φτάσω στη σκοπιά μου. Περνάμε από τις άλλες σκοπιές πρώτα και μία από αυτές βρίσκεται στον όρχο, δηλαδή στο χώρο όπου φυλάσσονται τα στρατιωτικά οχήματα.
Μέσα στο σκοτάδι δεν παρατηρώ την τρύπα όπου μπαίνουν οι μηχανικοί για να επισκευάσουν τα οχήματα και πέφτω μέσα. Είναι γεμάτη νερά και γράσο.
Φτάνω κακήν κακώς στη σκοπιά με την υπόσχεση ότι θα με αλλάξουν για να βάλω στεγνά ρούχα. Αυτό δεν γίνεται ποτέ.


Andreas Vais is a visual and sound artist based in Athens